Υποβοηθώ στα γερμανικά
Μετάφραση: υποβοηθώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
helfen, unterstutzen, begünstigen, ABET, Vorschub leisten, ERMUTIGEN
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποβοηθώ
υποβοηθώ συνώνυμα, υποβοηθώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, υποβοηθώ στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- υποβαθμίζω στα γερμανικά - degradieren, Downgrade, Herabstufung
- υποβοηθητικός στα γερμανικά - tochtergesellschaft, tochterunternehmen, zweigbetrieb, nebenstelle, ergänzend, zusätzlich, filiale, ...
- υποβολέας στα γερμανικά - souffleur, Anstifter, Initiator, Anstifterin, instigator, Anstifterrolle
- υπογράφω στα γερμανικά - polung, kennzeichen, vorbote, zeichen, anzeichen, schild, signal, ...
Τυχαίες λέξεις
Υποβοηθώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: helfen, unterstutzen, begünstigen, ABET, Vorschub leisten, ERMUTIGEN
Μεταφράσεις: helfen, unterstutzen, begünstigen, ABET, Vorschub leisten, ERMUTIGEN