Ursprung στα ελληνικά

Μετάφραση: ursprung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχή, ρίζα, γέννηση, γένεση, γέννα, έναρξη, πηγή, προέλευση, καταγωγή, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως
Ursprung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anhaben στα ελληνικά - φορώ, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
  • arithmetischer στα ελληνικά - αριθμητική, αριθμητικός, αριθμητικό, αριθμητικής, αριθμητικού
  • buntstift στα ελληνικά - παστέλ, κραγιόν, κραγιόνι, κραγιονιού, του κραγιονιού
  • deklamatorisch στα ελληνικά - δημηγορικός, στομφώδης, κατηγορητικός, δημηγορικά
Τυχαίες λέξεις
Ursprung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχή, ρίζα, γέννηση, γένεση, γέννα, έναρξη, πηγή, προέλευση, καταγωγή, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως