Λέξη: περιστρεφόμενος

Σχετικές λέξεις: περιστρεφόμενος

περιστρεφόμενος ναός επικούρειου απόλλωνα, περιστρεφόμενος ναός, περιστρεφόμενος δερβίσης, περιστρεφόμενος κομποστοποιητής, περιστρεφόμενος κάδος κομποστοποίησης, περιστρεφόμενος καλλιεργητής, περιστρεφόμενος δίσκος, περιστρεφόμενοσ νόρμαν, περιστρεφόμενος φάρος, περιστρεφόμενος δίσκος σερβιρίσματος

Μεταφράσεις: περιστρεφόμενος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
revolving, rotating, turntable, swivel, rotary, spinning
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rotativo, giratorio, giratoria, girando, de rotación
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
drehend, rotierend, drehbar, rotierenden, Drehen, dreh
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rotatif, rotatoire, rotateur, tournant, rotation, tourner, tournante
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
girevole, rotante, rotazione, rotanti, ruotando
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rotativo, rotação, rotativa, girando, de rotação
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roterende, roterend, draaiende, roteren, draaibare
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
крутящийся, вращающийся, поворотный, оборотный, поворачивающийся, возобновляемый, обращающийся, вращающихся, вращающейся, вращая, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
roterende, rotere, å rotere, roterer, dreie
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
roterande, rotera, roterar, att rotera, vrida
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pyörivä, pyörivät, pyörivän, pyörivien, kiertämällä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
roterende, dreje, at dreje, rotere, roterer
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rotační, otočný, otáčivý, otáčení, rotující, otáčením, otočením
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obrotowy, obracanie, obracając, obracania, obracający, obracające
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
forgó, forgatható, rotációs, soros, forog
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dönen, döner, döndürme, döndürerek, dönen bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
револьвер, обертається, обертовий, що обертається
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rradhës, rotacion, e rradhës, me rotacion, rradhës së
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
въртящ, въртяща, ротационното, въртящи, въртящи се
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
верціцца, які верціцца, вярчальныя, круцельны, якая верціцца
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pöörleva, pöörlev, pöörlevad, pöörlevate, pöörlevat
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
okretni, rotacioni, rotirajući, rotirajuće, rotirajućim, rotiranje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snúningur, snúa, að snúa, snúast, snýst
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sukasi, besisukantys, sukant, besisukančių, pasukdami
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rotējošo, rotējošu, rotējošs, rotējoša, rotējošās
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ротирачкото, ротирачко, ротирачки, ротирање, ротирачка
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rotație, rotative, rotativ, rotirea, rotativă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vrtenje, vrtijo, vrti, vrtljiva, vrtenjem
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rotačné, rotačný, rotačná, rotačnej, rotačnú
Τυχαίες λέξεις