Λέξη: σκεπτικός

Σχετικές λέξεις: σκεπτικός

σκεπτικός κάφρος #3, σκεπτικός κάφρος, σκεπτικός κάφρος #3 – για μία ψήφο, σκεπτικός κάφρος #5 – φαρμακοβιομηχανίες, σκεπτικός κάφρος #6, σκεπτικός κάφρος #4, σκεπτικόσ κάφροσ 4 – αεροψεκασμοί, σκεπτικός κάφρος 8, σκεπτικός κάφρος #2, σκεπτικός κάφρος #7 – 11η σεπτεμβρίου

Συνώνυμα: σκεπτικός

μελαγχολικός, συλλογισμένος, συννούς, σκεπτικιστής, ποθών, αναπολών, μηρυκαστικός, δύσπιστος, αμφιβάλλων, σκεπτικιστικός, ανακλαστικός, στοχαστικός, αναμασητικός, προσεκτικός, θεωρητικός, κερδοσκοπικός

Μεταφράσεις: σκεπτικός

σκεπτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wistful, pensive, skeptical, thoughtful, skeptic

σκεπτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pensativo, pensativa, pensive, meditabundo

σκεπτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sehnsüchtig, wehmütig, nachdenklich, nachdenkliche, nachdenklichen, versonnen, nachdenklicher

σκεπτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
posé, nostalgique, langoureux, grave, mélancolique, languissant, pensif, songeur, pensive, pensifs, songeuse

σκεπτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
malinconico, pensieroso, pensive, pensosa, pensoso

σκεπτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pensativo, pensativa, pensive, pensativa que, pensativo do

σκεπτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
peinzend, nadenkend, peinzende, pensive, nadenkend pensive

σκεπτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тоскующий, задумчивый, тоскливый, печальный, задумчивым, задумчивая, задумчивое, задумчиво

σκεπτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tankefull, tanke, ettertenksom, pensive

σκεπτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tankfull, pensive, Fundersam, eftertänksam, eftertänksamt

σκεπτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haikea, kaihomielinen, kaihoisa, mietteliäs, pensive, alakuloinen, hiljainen

σκεπτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eftertænksom, tankefuld, pensive

σκεπτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
roztoužený, melancholický, unylý, vážný, tesklivý, zamyšlený, snivý, zadumaně, zamyšlená, zamyšleně

σκεπτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
smutny, poważny, tęskny, tęskniący, zadumany, rzewny, zamyślony, melancholijny, Frasobliwy, zamyślona

σκεπτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
töprengő, töprengõ, méla, gondolkodó, pensive

σκεπτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dalgın, düşünceli, pensive, düşünceli bir

σκεπτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гліцинія, задумливий, замислений, задуманий, замислена

σκεπτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i zhytur në mendime, zhytur në mendime, i mendueshëm, mendueshëm, i menduar

σκεπτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
замислен, замислено, замисления, замисли, замислена

σκεπτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
задуменны, задумлівы, задумаўся, глыбока задумаўся, задумлівыя

σκεπτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõtlik, Alakuloinen, mõtlikuks, Mietteliäs, vajus

σκεπτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tužan, željan, zamišljen, zamišljeno, zamišljena, zamislila, i zamišljen

σκεπτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
pensive, sem leggur

σκεπτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
svajingas, pensive, susimąstęs, liūdnas, brangiausios

σκεπτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
domīga, pensive

σκεπτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вување, замислен, задлабочен, замислена, тажен

σκεπτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
meditativ, pensive, gânditor, gânditoare, ganditor

σκεπτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zamišljena, zamišljen, zamišljeno, zamislil, cenovno ugodna

σκεπτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
melancholický, zamyslený
Τυχαίες λέξεις