Verarbeiten στα ελληνικά
Μετάφραση: verarbeiten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επεξεργάζομαι, διαδικασία, μεταχειρίζομαι, κατεργάζομαι, κέρασμα, κερνώ, θεραπεύω, διεργασία, διαδικασίας, μέθοδος, διεργασίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- angeführt στα ελληνικά - πράξεις, παρατίθενται, παρατίθεται, που αναφέρονται, που αναφέρεται
- atomisiert στα ελληνικά - ατομοποιημένης, κονιορτοποιημένα, σταγονοποιημένο, εκνεφωθέντων, νεφοποιημένος
- auberginen στα ελληνικά - μελιτζάνα, μελιτζάνες, μελιτζάνας, τη μελιτζάνα, φυτών μελιτζάνας
- beglaubigung στα ελληνικά - μαρτυρία, κατάθεση, πιστοποίηση, επικύρωση, ελέγχου ταυτότητας, ταυτότητας, έλεγχο ταυτότητας
Τυχαίες λέξεις
Verarbeiten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επεξεργάζομαι, διαδικασία, μεταχειρίζομαι, κατεργάζομαι, κέρασμα, κερνώ, θεραπεύω, διεργασία, διαδικασίας, μέθοδος, διεργασίας
Μεταφράσεις: επεξεργάζομαι, διαδικασία, μεταχειρίζομαι, κατεργάζομαι, κέρασμα, κερνώ, θεραπεύω, διεργασία, διαδικασίας, μέθοδος, διεργασίας