Λέξη: βήχας

Σχετικές λέξεις: βήχας

βήχας το βράδυ, βήχας με φλέματα στα παιδιά, βήχας ξηρος, βήχας και φλέματα, βήχας μωρού, βήχας πόνος στην πλάτη, βήχας φυσική αντιμετώπιση, βήχας με αίμα, βήχας με φλέματα, βήχας μετά το φαγητό, βήχας αντιμετώπιση, βηχας

Συνώνυμα: βήχας

βήξ

Μεταφράσεις: βήχας

βήχας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cough, coughing

βήχας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tos, toser, la tos, de tos, para la tos

βήχας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
husten, Husten, Hustens

βήχας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tousser, toussez, toux, toussons, toussent, pectoral, la toux, une toux, de toux, de la toux

βήχας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tosse, tossire, la tosse, colpo di tosse, di tosse, della tosse

βήχας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tossir, tosse, a tosse, da tosse, cough, de tosse

βήχας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoesten, hoest, kuch, kuchen

βήχας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
покашливать, кашлянуть, кашлять, чиханье, выкашливать, кашель, покашлять, кашля, от кашля, кашле

βήχας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hoste, hosten

βήχας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hosta, host, hostan

βήχας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
köhä, kakoa, köhiminen, rykiä, köhiä, yskä, yskää, yskän

βήχας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hoste, hosten, af hoste

βήχας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kašlání, kašlat, kašel, kašli, kašle, proti kašli, kašlem

βήχας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kaszel, kaszleć, kaszlu, cough, na kaszel, kaszlem

βήχας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
köhintés, köhögés, a köhögés, köhögést, köhögés elleni

βήχας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öksürük, öksürmek, öksürüğü, bir öksürük

βήχας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чхати, кашель, чхання, кашляти

βήχας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kollë, kollë e, kolla, kolla e, kollë të

βήχας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кашлица, кашлицата, за кашлица, на кашлица

βήχας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кашаль, кашель

βήχας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
köha, köhatama, köhima

βήχας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kašalj, kašljati, kašljanje, kašlja, zakašljati

βήχας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hósti, hósta, hóstinn, hóst

βήχας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kosulys, kosėti, kosulio, kosulį, kosuliu

βήχας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
klepot, klepus, klepu

βήχας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кашлица, кашлицата, кашлање, на кашлица

βήχας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tuse, tui, tusei, tusea, de tuse

βήχας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kašljati, kašelj, kašlja, kašlju, cough

βήχας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kašeľ, kašel

Στατιστικά δημοτικότητας: βήχας

Τυχαίες λέξεις