Λέξη: λιχνίζω

Συνώνυμα: λιχνίζω

ανεμίζω

Μεταφράσεις: λιχνίζω

λιχνίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
winnow

λιχνίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aventar, aventarás, winnow, Los aventarás, aventaré

λιχνίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sieben, worfeln, sichten, winnow, ausgestreut, zu sichten

λιχνίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tamiser, bluter, cribler, vanner, vanneras, vannez, winnow, démêler

λιχνίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vagliare, ventilerai, winnow, di vagliare, disperderà

λιχνίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abanar, voado, cirandar, joeirar, winnow, peneirar, joeire

λιχνίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ziften, wannen, schiften, winnow, gewand

λιχνίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
веять, развевать, отсеивать, разбирать, провеять, провеивать, проверять, отвеивать, обвеивать, отсеять

λιχνίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
renske, winnow, renske seg, må renske, må renske seg

λιχνίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sålla

λιχνίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuultaa, winnow, viskaat

λιχνίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
winnow

λιχνίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prosívat, oddělit zrno od plev

λιχνίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przesiewać, przebierać, wiać, przewiać, przesiać, odplewić, winnow, owiać

λιχνίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rostál, szitál

λιχνίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayıklamak, yaba, winnow, harman savurmak, ayırmak

λιχνίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виграші, віяти, війне, віятиме, попливла, відгонити

λιχνίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shoshit, shpërndaj, të shoshitur, shoshitur, ndajnë qartë

λιχνίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пресявам, подбирам, отвявам, вея, отвееш

λιχνίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
веяць, прасяваць

λιχνίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võidusumma, tuulama, eraldama

λιχνίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odvojiti, rešetati, izdvojiti, vijati, Vijat, viju, ovijati

λιχνίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
winnow

λιχνίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vėtyti, Owiać, mojuoti, išarpuoti, Odplewić

λιχνίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vētīt

λιχνίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Вејка, winnow

λιχνίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vântura, vânturat, vîntura, cerceta cu grijă, tria

λιχνίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Vijati

λιχνίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
preosievať
Τυχαίες λέξεις