Verbürgt στα ελληνικά
Μετάφραση: verbürgt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυθεντικός, γνήσιος, εγγυημένη, εγγυημένο, εγγυημένα, εγγυάται, εγγυημένες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anfange στα ελληνικά - ατζαμής, αρχάριος, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσει, αρχίσουν
- arbeitsplatz στα ελληνικά - εργασία, δουλεύω, εργάζομαι, δουλειά, στο χώρο εργασίας, χώρο εργασίας, εργασιακό χώρο, ...
- donnerstag στα ελληνικά - Πέμπτη, Πέμπτης, της Πέμπτης, την Πέμπτη
- dunkel στα ελληνικά - αμυδρός, βαθύς, αδιαφανής, μουχρός, ασαφής, θολός, ζοφερός, ...
Τυχαίες λέξεις
Verbürgt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυθεντικός, γνήσιος, εγγυημένη, εγγυημένο, εγγυημένα, εγγυάται, εγγυημένες
Μεταφράσεις: αυθεντικός, γνήσιος, εγγυημένη, εγγυημένο, εγγυημένα, εγγυάται, εγγυημένες