Verbindend στα ελληνικά
Μετάφραση: verbindend, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταβατικός, συνδετικός, συνδετικού, του συνδετικού, συνδετικό, συνδετικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agio στα ελληνικά - επικαταλλαγή, Άγιο, Αγίου, κόστος αλλαγής χρημάτων
- anständigkeit στα ελληνικά - ευπρέπεια, ευπρέπειας, την ευπρέπεια
- bestimmbarkeit στα ελληνικά - αναγνωρισιμότητας, αναγνωρισθούν, να αναγνωρισθούν, ταυτοποίησης, δυνατό να αναγνωρισθούν
- bohne στα ελληνικά - φασόλι, φασόλια, φασολιών, φασολιού, σόγιας
Τυχαίες λέξεις
Verbindend στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταβατικός, συνδετικός, συνδετικού, του συνδετικού, συνδετικό, συνδετικών
Μεταφράσεις: μεταβατικός, συνδετικός, συνδετικού, του συνδετικού, συνδετικό, συνδετικών