Vereinfachung στα ελληνικά
Μετάφραση: vereinfachung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστολή, μείωση, απλοποίηση, αναγωγή, απλούστευση, απλούστευσης, απλοποίησης, την απλούστευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abreißzettel στα ελληνικά - στέλεχος, στελέχους, απόκομμα, κορμός
- außerirdische στα ελληνικά - αλλοδαπός, εξωγήινος, αλλοδαπού, αλλοδαπό, ξένα, εξωγήινων
- bandage στα ελληνικά - επίδεσμος, επίδεσμο, επιδέσμου, επιδέσμου που
- befindet στα ελληνικά - είναι, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, είναι η
Τυχαίες λέξεις
Vereinfachung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστολή, μείωση, απλοποίηση, αναγωγή, απλούστευση, απλούστευσης, απλοποίησης, την απλούστευση
Μεταφράσεις: περιστολή, μείωση, απλοποίηση, αναγωγή, απλούστευση, απλούστευσης, απλοποίησης, την απλούστευση