Λέξη: καταλήγω
Σχετικές λέξεις: καταλήγω
καταλήγω τυφλός στα σκαλοπάτια σου τα ξημερώματα στιχοι, καταλήγω σε συμπέρασμα, καταλήγω συνωνυμα, καταλήγω english, καταλήγω τυφλός στα σκαλοπάτια σου, καταλήγω τυφλός στα σκαλοπάτια σου τα ξημερώματα lyrics, καταλήγω αντωνυμο, καταλήγω τυφλός στα σκαλοπάτια σου τα ξημερώματα, καταλήγω συνώνυμο, καταλήγω μετάφραση
Συνώνυμα: καταλήγω
ακουμπώ, συνορεύω, στηρίζομαι, συνάπτομαι, γίνομαι, καθίσταμαι, αποβαίνω, αρμόζω, πάω, τελειώνω, επακολουθώ, προκύπτω, έχω ως αποτέλεσμα, συντελώ, επιλέγω, συμπεραίνω, συνάπτω, τερματίζω
Μεταφράσεις: καταλήγω
καταλήγω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conclude, abut, end up, I conclude, I come
καταλήγω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
colegir, concertar, concluir, conclusión, la conclusión, conclusión de, la conclusión de
καταλήγω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schließen, abschließen, folgern, dem Schluss
καταλήγω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
concluent, concluons, conclure, arguer, achever, déduire, terminer, concluez, finir, conclure des, conclusion, de conclure
καταλήγω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
finire, concludere, conclusione, stipulare, concluderà, di concludere
καταλήγω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rematar, concluir, celebrar, concluem, conclusão, Concluímos
καταλήγω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afwikkelen, afhandelen, concluderen, sluiten, besluiten, te sluiten, conclusie
καταλήγω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
умозаключать, укладывать, заканчивать, решить, завершать, решать, завершить, уложить, вложить, заключить, умозаключить, заключать, заключаем
καταλήγω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konkludere, konkludere med, konkluderer, inngå, avslutte
καταλήγω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avsluta, sluta, ingå, Avslutningsvis, dra slutsatsen
καταλήγω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päättyä, lakkauttaa, päättää, tehdä, päätellä, tekemään, todeta
καταλήγω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
konkludere, indgå, afslutte, konkluderer
καταλήγω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dohodnout, skončit, dovozovat, ujednat, vyvodit, ukončit, usuzovat, uzavřít, uzavírat, závěru, uzavře
καταλήγω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kończyć, konkludować, wnosić, zakończyć, wnioskować, zawierać, wywnioskować, zawarcia, zawrzeć
καταλήγω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
következtetésre, kössenek, kössön, következtetni, kötnek
καταλήγω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sonuçlandırmak, sonucuna, Sonuç, sonuca, varıldı
καταλήγω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
завершувати, розв'язувати, закінчувати, укласти, укладати, містити, укладатиме
καταλήγω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përfundoj, konkludoj, konkludojmë, të përfunduar, në përfundimin
καταλήγω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сключи, сключва, сключат, заключим
καταλήγω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
заключаць, складаць, заключыць
καταλήγω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõlmima, otsustama, järeldama, sõlmida, järeldada, sõlmivad
καταλήγω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sklopiti, zaključiti, zaključuju, se zaključiti, zaključak
καταλήγω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
álykta, gera, ljúka, gera með, ályktum
καταλήγω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sudaryti, išvadą, užbaigti, daryti išvadą
καταλήγω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noslēgt, secināt, slēgt, noslēdz
καταλήγω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заклучиме, склучат, склучи, се заклучи, заклучи
καταλήγω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
încheia, încheie, concluziona, concluzia, incheie
καταλήγω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaključiti, skleniti, sklene, sklenejo, sklepajo, sklenitev
καταλήγω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uzavrieť, uzatvoriť, uzatvárať, zatvoriť, ukončiť
Τυχαίες λέξεις