Verjährung στα ελληνικά

Μετάφραση: verjährung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστολή, παραγραφή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της
Verjährung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • balalaika στα ελληνικά - μπαλαλάικα, Balalaika
  • coupon στα ελληνικά - κουπόνι, τοκομερίδιο, κουπονιού, τοκομεριδίου, τοκομεριδίων
  • dichterin στα ελληνικά - ποιήτρια, ποιήτριας, την ποιήτρια, η ποιήτρια
Τυχαίες λέξεις
Verjährung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστολή, παραγραφή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της