Verlängern στα ελληνικά
Μετάφραση: verlängern, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεντώνομαι, εκτείνομαι, τεντώνω, τεζάρω, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- automatisierungstechnik στα ελληνικά - αυτοματοποίηση, τεχνολογία αυτοματισμού, τεχνολογίας αυτοματισμού, τεχνολογία αυτοματοποίησης, αυτοματοποίηση της τεχνολογίας, ρομποτικής
- begleitet στα ελληνικά - συνοδευτικά, συνοδευτικό, συνοδευτικές, συνοδευτικών, συνοδευτική
- burgvogt στα ελληνικά - Burg, κωμόπολις
- drehscheiben στα ελληνικά - πικάπ, περιστρεφόμενες έδρες, τα πικάπ, περιστρεφόμενες έδρες με
Τυχαίες λέξεις
Verlängern στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεντώνομαι, εκτείνομαι, τεντώνω, τεζάρω, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί
Μεταφράσεις: τεντώνομαι, εκτείνομαι, τεντώνω, τεζάρω, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί