Λέξη: ξηρασία

Σχετικές λέξεις: ξηρασία

ξηρασία κόλπου, ξηρασία θεραπεία, ξηρασία στον κόλπο, πνευματική ξηρασία, ξηρασία ορισμός, ανομβρία ξηρασία, ξηρασία διατροφή, ξηρασία βικιπαίδεια, ξηρασία στην κύπρο

Συνώνυμα: ξηρασία

ανυδρία, ανομβρία, λειψυδρία

Μεταφράσεις: ξηρασία

ξηρασία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drought, aridity, droughts

ξηρασία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sequía, seca, la sequía, sequías, las sequías, de sequía

ξηρασία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dürre, Trockenheit, Dürre, Dürren, Trocken

ξηρασία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aridité, sècheresse, sécheresse, la sécheresse, sécheresses, de sécheresse

ξηρασία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
siccità, la siccità, alla siccità, di siccità, della siccità

ξηρασία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
secas, seca, a seca, à seca, estiagem

ξηρασία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
droogte, de droogte, van droogte

ξηρασία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сушь, засуха, засухи, засухой, засухе, засух

ξηρασία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tørke, tørken

ξηρασία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
torka, torkan, tork, av torka, drought

ξηρασία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuivuus (pitkäaikainen), pula, kuivuus, puute, kuivuuden, kuivuudesta, kuivuutta, kuivuuteen

ξηρασία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tørke, tørken, af tørke

ξηρασία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyprahlost, sucho, sucha, suchu, suchem

ξηρασία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
posucha, susz, susza, susze, suszę

ξηρασία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aszály, szárazság, az aszály, a szárazság, aszályok

ξηρασία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
susuzluk, kuraklık, kuraklığa, kuraklığın, kurak, kuraklıktan

ξηρασία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
посуха, засуха

ξηρασία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thatësirë, thatësira, thatësirës, thatësira e, e thatësirës

ξηρασία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
суша, засуха, сушата, засушаване, засушаването, сушите

ξηρασία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
засуха, засуш, суш, суша

ξηρασία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puudus, põud, põua, põuda, põuad, põuast

ξηρασία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žeđ, suša, suše, sušu, na sušu, sušom

ξηρασία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þurrka, þurrkar, þurrkum, þurrkatíð, Sverð

ξηρασία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sitis

ξηρασία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sausra, sausros, sausrų, sausrai

ξηρασία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sausums, sausuma, sausumu, sausumam

ξηρασία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
суша, сушата, суши, сушите, на суша

ξηρασία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
secetă, seceta, secetei, de secetă, secete

ξηρασία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
suša, suše, sušo, suši

ξηρασία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sucho, suchosť, suchá, sucha, nasucho
Τυχαίες λέξεις