Vermachen στα ελληνικά

Μετάφραση: vermachen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προαίρεση, παρατάω, διαθήκη, φεύγω, θέληση, κληροδοτώ, παραιτούμαι, κληροδοτούν, κληροδοτήσουν, κληροδοτήσουμε, να κληροδοτήσουν
Vermachen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adäquat στα ελληνικά - επαρκής, επαρκή, επαρκείς, κατάλληλη, επαρκούς
  • arbeitsräume στα ελληνικά - χώρο, χώρος, χώρου, διάστημα, κόπηκε
  • beklecksen στα ελληνικά - κηλίδα, στυπώματος, στύπωμα, κηλίδος, blot
  • datum στα ελληνικά - ημερομηνία, χουρμάς, ημερομηνίας, την ημερομηνία, σήμερα, ημερομηνία που
Τυχαίες λέξεις
Vermachen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προαίρεση, παρατάω, διαθήκη, φεύγω, θέληση, κληροδοτώ, παραιτούμαι, κληροδοτούν, κληροδοτήσουν, κληροδοτήσουμε, να κληροδοτήσουν