Vermieten στα ελληνικά

Μετάφραση: vermieten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκμίσθωση, νοικιάζω, νοίκι, ενοικιάζω, αφήνω, μίσθωση, ενοικιάζομαι, ενοίκιο, μίσθωμα, ενοικίαση, ενοικίου, μισθώματος
Vermieten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ahlen στα ελληνικά - επιδιορθωθεί, μπαλωμένα, Συνιστώμενη, συγκολλημένο
  • baustoff στα ελληνικά - οικοδομικά υλικά, οικοδομικών υλικών, δομικά υλικά, δομικών υλικών, τα οικοδομικά υλικά
  • begriffe στα ελληνικά - έννοιες, εννοιών, ιδέες, τις έννοιες, αντιλήψεις
  • drehmomentschwach στα ελληνικά - χαμηλή, χαμηλής, χαμηλό, χαμηλού, χαμηλές
Τυχαίες λέξεις
Vermieten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκμίσθωση, νοικιάζω, νοίκι, ενοικιάζω, αφήνω, μίσθωση, ενοικιάζομαι, ενοίκιο, μίσθωμα, ενοικίαση, ενοικίου, μισθώματος