Λέξη: αποκληρώνω
Μεταφράσεις: αποκληρώνω
αποκληρώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
disinherit
αποκληρώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desheredar, desheredar a, desheredaría, disinherit, desheredarla
αποκληρώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
enterben, zu enterben, enterbt, Enterbung
αποκληρώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déshériter, déshérite, déshériterait, de déshériter, déshéritera
αποκληρώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diseredare, diseredato, distruggerò, diseredarlo, disinherit
αποκληρώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deserdar, deserdá, disinherit, deserdaria
αποκληρώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onterven, te onterven, disinherit, het uitroeien
αποκληρώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лишать наследства, лишить наследства
αποκληρώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arveløs, utrydde, gjøre arveløs
αποκληρώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arvlös, förgöra, göra arvlös
αποκληρώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tehdä perinnöttömäksi, hävitän, perinnöttömäksi
αποκληρώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udrydde
αποκληρώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vydědit, vydědí, rozženu, zřeknu se, zřeknu
αποκληρώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wydziedziczyć, wydziedziczać, wydziedziczenie, rozproszę, wydziedziczy, wygubię
αποκληρώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
örökségből kizár, elvesztem, zárni az öröklésből, kitagad
αποκληρώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mirastan yoksun bırakmak, disinherit, mirastan, mirastan yoksun bırakacağım, mirastan yoksun
αποκληρώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
позбавляти спадщини
αποκληρώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nuk i lë trashëgim, shkatërroj, lë trashëgim, i lë trashëgim, përjashtoj nga trashëgimi
αποκληρώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лишавам от наследство, изтребя, лиши от наследство
αποκληρώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пазбаўляць
αποκληρώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pärandist ilma jätma, perinnöttömäksi, Teha perinnöttömäksi
αποκληρώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razbaštiniti, lišiti nasljedstva, istrijebiti, lišiti nasljeđa
αποκληρώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tortíma
αποκληρώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atimti paveldėjimo teisę, nepalikti palikimo, palikimo, sunaikinsiu, Atimta paveldėjimo teisė
αποκληρώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atņemt mantošanas tiesības, atņemt mantošanas
αποκληρώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
disinherit
αποκληρώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezmoșteni, nimici, disinherit, voi dezmoșteni, dezmoștenească
αποκληρώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razdedinjenjem, razdedinim, Lišiti dediščine, z razdedinjenjem
αποκληρώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vydediť
Τυχαίες λέξεις