Voll στα ελληνικά

Μετάφραση: voll, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλήρης, ολικός, γεμάτος, αγχωμένος, κατάφορτος, μεστός, πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, την πλήρη
Voll στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abdrehen στα ελληνικά - στροφή, σειρά, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
  • anspruch στα ελληνικά - διεκδίκηση, αξίωση, απαιτώ, ζητώ, απαίτηση, ζήτηση, διεκδικώ, ...
  • apostroph στα ελληνικά - αποστροφή, απόστροφος, απόστροφο, αποστρόφου, την απόστροφο
  • aufgebracht στα ελληνικά - οργισμένος, θυμωμένος, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
Τυχαίες λέξεις
Voll στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλήρης, ολικός, γεμάτος, αγχωμένος, κατάφορτος, μεστός, πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, την πλήρη