Vollkommen στα ελληνικά

Μετάφραση: vollkommen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελειοποιώ, τέλειος, εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
Vollkommen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apotheose στα ελληνικά - αποθέωση, αποθέωσης, αποθέωσή, την αποθέωση, αποθέωση που
  • ausgestochen στα ελληνικά - έβγαζαν, gouged, σκαφτεί, σμιλευθέν
  • basar στα ελληνικά - παζάρι, Bazaar, παζαριού, Παζάρι των, Παζάρι της
  • begründer στα ελληνικά - αρχάριος, ατζαμής, ιδρυτής, φουντάρω, πατέρας, ναυαγώ, ιδρυτή, ...
Τυχαίες λέξεις
Vollkommen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελειοποιώ, τέλειος, εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη