Λέξη: ράφι

Σχετικές λέξεις: ράφι

ράφι τοίχου, ράφι ικεα, ράφι μπαχαρικών, ράφι με συρτάρι, ράφι μπάνιου, ράφι για dvd, ράφι κουζίνας, ράφι english, ράφι στα αγγλικά, ράφι για rack

Συνώνυμα: ράφι

σχάρα, παχνί, κρεμαστάρι, φάτνη, σκάρα, εταζέρα, υφαλοκρηπίδα, ύφαλος

Μεταφράσεις: ράφι

ράφι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shelf, rack, the shelf, bookshelf, the rack

ράφι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estante, anaquel, percha, tabla, repisa, plataforma, estantería

ράφι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bordbrett, quälen, untiefe, felsvorsprung, gestell, sandbank, felsbank, foltern, bord, regal, gesims, einlegeboden, folterbank, ständer, zahnstange, brett, Regal, shelf, Haltbarkeits

ράφι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
martyriser, bâti, tablette, corniche, supporter, portemanteau, torturer, rayon, crémaillère, tourmenter, râtelier, étagère, étirer, plateau, cote, durée

ράφι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ripiano, tormentare, scaffale, mensola, segnatura, shelf

ράφι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prateleira, tábua, lençol, folha, estante, plataforma, útil, de prateleira

ράφι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rek, plank, schap, plat, shelf, legbord

ράφι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мель, мучение, отмель, рама, стеллаж, штатив, выцедить, выступ, вешалка, решетка, полок, мучить, разорение, уступ, дыба, шельф, полка, во Полка, полки

ράφι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hylle, reol, stativ, sokkel, Hylle, sokkelen

ράφι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hylla, hyllan, Uppställning, sockeln

ράφι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiristää, hylly, seimi, piina, piinapenkki, kehys, teline, riutta, Seinähylly, hyllylle, hyllyn, shelf

ράφι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bræt, hylde, hylden, Væghylde, shelf

ράφι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
polička, trpět, věšák, ozubnice, stojan, mučit, trápit, napínat, natahovat, přihrádka, regál, police, Doba použitelnosti, Skladovatelnost, polici

ράφι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyciągać, stojak, torturować, zębatka, statyw, szelf, podpierać, półka, wieszak, regał, półki, shelf, trwałości

ράφι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
poggyásztartó, jászolrács, párkány, tartókeret, fogasléc, polc, Raktári, polcon, eltarthatósági, polcra

ράφι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
raf, rafı, bir raf, şelf

ράφι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мілина, полку, расисти, обмілина, шельф, мілину, полиця, полка, полки, трофеїв

ράφι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
raft, shelfin, shtresa, shelf

ράφι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стойка, полка, рафт, шелф, Срок, Срок на, срока

ράφι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
палка, паліца, полка, палкі, палку

ράφι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
traav, kanduma, madalik, ribi, riiul, kaljuperv, riiulil, riiuli, riiulile, shelf

ράφι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
polica, izbočina, greben, zupčanica, iscrpljivati, nosač, skladištenje, stalak, rok, polici, police, policu

ράφι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hilla, hillu, Geymsluþol, Shelf, landgrunninu

ράφι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lentyna, Tinkamumo, lentynos, nepažeidus originalios

ράφι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plaukts, plaukts Pieejamība, glabāšanas, plauktu, plaukta

ράφι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
полица, полицата, гребен, рок, рок на

ράφι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
raft, portbagaj, chinui, Perioada de valabilitate, valabilitate, de depozitare, de raft

ράφι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
police, polička, polica, polico, polici, policah

ράφι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
polica, police, polička, poličky

Στατιστικά δημοτικότητας: ράφι

Τυχαίες λέξεις