Voraussetzen στα ελληνικά

Μετάφραση: voraussetzen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαντάζομαι, σκέπτομαι, εικασία, σκέφτομαι, νομίζω, υποθέτω, υποτίθεται, μαντεύω, υπολογίζω, προϋποθέτω, προϋποθέτουν, προσεγγίσεις είναι
Voraussetzen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abweichen στα ελληνικά - διαφέρουν, διαφέρει, να διαφέρουν, να διαφέρει, διαφορετικές
  • aufknöpfen στα ελληνικά - ξεκουμβώνω, ξεκουμπώνει, ξεκουμπώσει
  • bemühungen στα ελληνικά - προσπάθειες, προσπαθειών, οι προσπάθειες, προσπάθειές, τις προσπάθειες
Τυχαίες λέξεις
Voraussetzen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαντάζομαι, σκέπτομαι, εικασία, σκέφτομαι, νομίζω, υποθέτω, υποτίθεται, μαντεύω, υπολογίζω, προϋποθέτω, προϋποθέτουν, προσεγγίσεις είναι