Σκέπτομαι στα γερμανικά

Μετάφραση: σκέπτομαι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorhaben, denken, voraussetzen, beabsichtigen, meditieren, zu meditieren, meditiert
Σκέπτομαι στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκέπτομαι

σκέπτομαι μα δεν υπάρχω, σκέφτομαι αρχαία, σκέφτομαι άρα υπάρχω, σκέπτομαι λεξικό γλώσσας γερμανικά, σκέπτομαι στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • σκάφος στα γερμανικά - kunstfertigkeit, arglist, kessel, wasserfahrzeug, gefäß, luftschiff, handwerk, ...
  • σκέπασμα στα γερμανικά - deckel, hut, topfdeckel, augenlid, lid, Abdeckung, Deckel, ...
  • σκέρτσο στα γερμανικά - possen, witz, scherz, spaß, scherzen, Scherzo, Scherzos
  • σκέτο στα γερμανικά - rein, ebene, unscheinbar, bloß, einleuchtend, offensichtlich, vollständige, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκέπτομαι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: vorhaben, denken, voraussetzen, beabsichtigen, meditieren, zu meditieren, meditiert