Vorhergehend στα ελληνικά
Μετάφραση: vorhergehend, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προηγούμενος, παλαιός, γέρικος, γέρος, πρόσθιος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες, προηγούμενα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- allergisch στα ελληνικά - αλλεργικός, αλλεργική, αλλεργικές, αλλεργικής, αλλεργικών
- atommeiler στα ελληνικά - στοίβα, σωρός, στοιβάζω, στοιβάδα, πυρηνική, πυρηνικό, πυρηνικής, ...
- bigamist στα ελληνικά - δίγαμος
- donnerte στα ελληνικά - βρόντησε, thundered, κατακεραύνωσα, κεραυνός, βρόντηξε
Τυχαίες λέξεις
Vorhergehend στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προηγούμενος, παλαιός, γέρικος, γέρος, πρόσθιος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες, προηγούμενα
Μεταφράσεις: προηγούμενος, παλαιός, γέρικος, γέρος, πρόσθιος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες, προηγούμενα