Wässerig στα ελληνικά
Μετάφραση: wässerig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βουρκωμένος, υγρός, νερουλός, υδαρής, υδαρή, υδαρές, υδατώδη, υδατώδες
Μεταφράσεις
- abwicklung στα ελληνικά - εκτέλεση, συναλλαγή, οικισμός, διεκπεραίωση, ρευστοποίηση, εκκαθάριση, δοσοληψία, ...
- ausziehbar στα ελληνικά - επεκτάσιμη, επεκτάσιμο, εκτατό, εκτατά, εκτάσιμο
- back-office στα ελληνικά - υποστηρικτικών υπηρεσιών, των υποστηρικτικών υπηρεσιών, υποστήριξης και διαχείρισης, υποστήριξης και διαχείρισης συναλλαγών
- brühe στα ελληνικά - κοπριά, απόθεμα, ξεπλένω, βρομιά, παρακρατώ, βόρβορος, ζωμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Wässerig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βουρκωμένος, υγρός, νερουλός, υδαρής, υδαρή, υδαρές, υδατώδη, υδατώδες
Μεταφράσεις: βουρκωμένος, υγρός, νερουλός, υδαρής, υδαρή, υδαρές, υδατώδη, υδατώδες