Βουρκωμένος στα γερμανικά

Μετάφραση: βουρκωμένος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wässerig, neblig, dunstig, nebelig, diesig, beschlagen
Βουρκωμένος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουρκωμένος

βουρκωμένος λεξικό γλώσσας γερμανικά, βουρκωμένος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • βουλώνω στα γερμανικά - holzschuh, pantoffel, verstopfen, abdichten, caulk, kalfatern, Stemmasse, ...
  • βουνό στα γερμανικά - lafette, reittier, berg, gebirge, Berg, Gebirge, Gebirgs, ...
  • βουρτσίζω στα γερμανικά - fegen, gestrüpp, bürste, plänkelei, bürsten, unterholz, dickicht, ...
  • βουτώ στα γερμανικά - zwicken, farbbad, kopfsprung, klauen, kniff, prise, kneifen, ...
Τυχαίες λέξεις
Βουρκωμένος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: wässerig, neblig, dunstig, nebelig, diesig, beschlagen