Wechselhaft στα ελληνικά
Μετάφραση: wechselhaft, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταβλητός, ευμετάβλητος, ευμετάβλητη, αλλάζουν, μεταβλητό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amplitude στα ελληνικά - πλάτος, εύρος, πλάτους, εύρους, το πλάτος
- antwort στα ελληνικά - αντίδραση, απάντηση, απαντώ, ανταπαντώ, αντίλογος, απαντήσει, απαντήσουν, ...
- atmosphärisch στα ελληνικά - ατμοσφαιρικός, ατμοσφαιρική, ατμοσφαιρικής, την ατμοσφαιρική, ατμοσφαιρικές
- butte στα ελληνικά - κουτουλώ, Butte, λόφο, λόφο της, το λόφο, το λόφο της
Τυχαίες λέξεις
Wechselhaft στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταβλητός, ευμετάβλητος, ευμετάβλητη, αλλάζουν, μεταβλητό
Μεταφράσεις: μεταβλητός, ευμετάβλητος, ευμετάβλητη, αλλάζουν, μεταβλητό