Λέξη: διασταύρωση
Σχετικές λέξεις: διασταύρωση
διασταύρωση πεύκου, διασταύρωση ελέγχου, διασταύρωση αφμ, διασταύρωση αίματοσ, διασταύρωση σκύλων, διασταύρωση κουνελιού με αρουραίο, διασταύρωση αμκα και αφμ, διασταύρωση αγοράς πετρελαίου, διασταύρωση λιονταριού με τίγρη, διασταύρωση τίγρη με λιοντάρι το μεγαλύτερο αιλουροειδές στον κόσμο
Συνώνυμα: διασταύρωση
σταυρός, διάβαση, διαπόρθμευση, διάπλους, σταύρωση, πύλη, σύνδεση, ένωση, συμβολή, κόμβος, σημείο συναντήσεως, διάξυλο, διασταυρών, μιγάς, σταυροδρόμι
Μεταφράσεις: διασταύρωση
διασταύρωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
junction, crossing, crossbreed, cross, crossroads
διασταύρωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reunión, empalme, conjunción, unión, cruce, de unión, de conexiones
διασταύρωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
straßenkreuzung, knotenpunkt, abzweig, verbindung, kreuzung, anschluss, verzweigungsstelle, Kreuzung, Verbindung, Anschlussstelle, Knotenpunkt, Verbindungsstelle
διασταύρωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conjonction, croisement, raccordement, correspondance, jonction, union, liaison, fusionnement, communication, couplage, carrefour, raccord, chignon, combinaison, manchon, réunion, la jonction, intersection
διασταύρωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
unione, giunzione, giuntura, svincolo, bivio, di giunzione, nodo
διασταύρωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
junção, salto, entroncamento, cruzamento, de junção, junção de
διασταύρωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vereniging, aansluiting, knooppunt, kruising, afslag, splitsing, kruispunt
διασταύρωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соединение, перекресток, сплетение, коалиция, слияние, распутье, связь, спай, скрещение, место, связывание, стык, союз, скрещивание, переход, узел, спая, развязка
διασταύρωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forbindelse, kryss, krysset, veikryss, koblings, junction
διασταύρωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
korsning, Junction, korsningen, förbindelsen, föreningspunkten
διασταύρωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhteys, yhdistäminen, liittymäkohta, risteys, liittymä, liitoskohta, risteyksessä, risteykseen
διασταύρωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
junction, krydset, kryds, vejkryds, frakørsel
διασταύρωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spojování, uzel, spojka, křižovatka, spojení, uzlem, křižovatky
διασταύρωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zlanie, zespolenie, rozjazd, złącze, łączówka, łącznica, węzeł, skrzyżowanie, łącznik, połączenie, spoina
διασταύρωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
útkeresztezés, csomópont, találkozásánál, kihajtó, kereszteződés, junction
διασταύρωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kavşak, birleşme, birleşim, bileşke, kavşağı
διασταύρωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дратівливий, нервовий, з'єднання, підключення, поєднання, сполука, сполучення
διασταύρωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kryqëzim, vendtakim, bashkim, Kryqëzimi, nyje
διασταύρωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кръстовище, възел, кръстопът, съединение, свързване
διασταύρωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
злучэнне, злучэньне, спалучэнне
διασταύρωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liitmik, teedesõlm, liiklussõlm, Junction, ristmikul, ristmiku, ristteel
διασταύρωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spojnica, spajanje, spoj, čvor, čvorište, Razvodna, junction, čvorišta
διασταύρωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gatnamót, mótum, Junction, tengibox, vegamót, samtenging
διασταύρωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mazgas, sandūra, Junction, sankryžos, sankryža
διασταύρωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krustojums, krustojuma, mezgls, krustojumam, junction
διασταύρωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крстосница, раскрсницата, разводна, спој, куп
διασταύρωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
joncțiune, nod, de joncțiune, jonctiune, joncțiunii
διασταύρωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spojení, junction, spoj, križišče, stičišče, stičišča
διασταύρωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spojení, križovatka, sideway