Weltweit στα ελληνικά

Μετάφραση: weltweit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παγκόσμιος, παγκοσμίως, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκόσμιο επίπεδο, σε παγκόσμιο επίπεδο
Weltweit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abhängigkeit στα ελληνικά - υπεξουσιότητα, εξάρτηση, εθισμός, εξάρτησης, εξάρτηση από, εξάρτησης από, της εξάρτησης
  • ableitblech στα ελληνικά - εκτροπέας, εκτροπέα, εκτροπής, εκτροπέως, του εκτροπέα
  • ausströmen στα ελληνικά - απόδραση, διαφυγή, διαφυγής, τη διαφυγή, απόδρασης
  • bollwerk στα ελληνικά - φρούριο, μετερίζι, οχυρό, προπύργιο, παραπέτο, κουπαστής, ανάχωμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Weltweit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παγκόσμιος, παγκοσμίως, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκόσμιο επίπεδο, σε παγκόσμιο επίπεδο