Werfen στα ελληνικά
Μετάφραση: werfen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πετώ, επιτελείο, ρίχνω, βολή, ρίξιμο, πέταγμα, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ansatz στα ελληνικά - προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, η προσέγγιση
- bewiesen στα ελληνικά - αποδείχθηκε, αποδειχθεί, αποδεικνύεται, αποδείχτηκε, αποδείχθηκαν
- billiarden στα ελληνικά - Billi, Μπίλλη
- büroklammer στα ελληνικά - συνδετήρα, συνδετήρας, συνδετήρων εγγράφου, συνδετήρα για, έναν συνδετήρα
Τυχαίες λέξεις
Werfen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πετώ, επιτελείο, ρίχνω, βολή, ρίξιμο, πέταγμα, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε
Μεταφράσεις: πετώ, επιτελείο, ρίχνω, βολή, ρίξιμο, πέταγμα, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε