Λέξη: εξολοθρεύω

Σχετικές λέξεις: εξολοθρεύω

εξολοθρεύω συνώνυμα, εξολοθρεύω συνόνυμα

Συνώνυμα: εξολοθρεύω

καθαρίζω, καθαιρώ, εξαγνίζω, απαλλάσομαι, καταστρέφω, εξοντώνω, φονεύω, σβήνω

Μεταφράσεις: εξολοθρεύω

εξολοθρεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
eradicate, exterminate, purge, extinguish, stamp out

εξολοθρεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desarraigar, extirpar, erradicar, exterminar, exterminar a, exterminarlos, exterminio, de exterminar

εξολοθρεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausradieren, ausrotten, vernichten, vertilgen, auszurotten, zu vernichten

εξολοθρεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
supprimer, arracher, rayonnez, rayonnent, déraciner, éradiquer, extirper, rayonnons, exterminer, extermination, exterminer les, d'exterminer, l'extermination

εξολοθρεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
estirpare, sradicare, sterminare, sterminio, sterminarli, di sterminare, sterminare i

εξολοθρεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
equivalente, erradicar, exterminar, exterminá, extermínio, elimine

εξολοθρεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontwortelen, uitroeien, verdelgen, roeien, te roeien, uit te roeien

εξολοθρεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уничтожать, искоренять, искоренить, истреблять, уничтожить, истребить, истребления

εξολοθρεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utrydde, utslette, tilintetgjøre, å utrydde, exterminate

εξολοθρεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utrota, förinta, utplåna, utrotar, intet

εξολοθρεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tappaa, kukistaa, tuhota, kitkeä, exterminate, tuhoamaan, tuhoamiseksi, hävittämään

εξολοθρεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udrydde, udslette, at udrydde, tilintetgøre

εξολοθρεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vymýtit, vykořenit, vyhladit, vyhubit, vyhlazení, zlikvidovat, vyhladí

εξολοθρεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykorzeniać, wytępić, zgładzić, wymordować, eksterminacji, eksterminacja

εξολοθρεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiírt, kiirtani, irtani, kiirtására, kiirtani az

εξολοθρεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yok etmek, imha, yok etme, öldürmek, imha etmek

εξολοθρεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викорініть, викорінювати, викоренити, нищити, знищувати

εξολοθρεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
asgjësoj, çrrënjos, faros, shfarosin, zhdukur të

εξολοθρεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
унищожавам, изтребят, се унищожи, изтребване, изтребва

εξολοθρεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
знішчаць, зьнішчаць

εξολοθρεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hävitama, hävitada, hävitavad, välja juurima

εξολοθρεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iskorijeniti, istrijebiti, uništiti, istrijebi, zatrti

εξολοθρεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
exterminate, útrýmingu, eyđa, ađ eyđa

εξολοθρεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išnaikinti, sunaikinti, naikinti, eksterminuoti, marinti

εξολοθρεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izskaust, iznīcināt, iznīdēt

εξολοθρεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сотре, истребат, истребува, истреби, ги сотре

εξολοθρεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
extermina, extermine, exterminarea, a extermina, exterminăm

εξολοθρεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
iztrebiti, iztrebljanje, Istrijebiti, iztrebi, Izkoreniniti

εξολοθρεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vyhladiť, vyhubiť
Τυχαίες λέξεις