Widerwillig στα ελληνικά

Μετάφραση: widerwillig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απρόθυμος, διστακτικός, απρόθυμα, διστακτικά, απροθυμία, δισταγμό, με δισταγμό
Widerwillig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • barmherzige στα ελληνικά - φιλανθρωπικές, φιλανθρωπικούς, φιλανθρωπικών, φιλανθρωπικά, φιλανθρωπικό
  • befehlend στα ελληνικά - επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
  • begrüßt στα ελληνικά - εκφράζει την ικανοποίησή της, εκφράζει την ικανοποίησή του, εκφράζει την ικανοποίησή, χαιρετίζει, επικροτεί
  • burg στα ελληνικά - κάστρο, κάστρου, Castle, το κάστρο, κάστρο της
Τυχαίες λέξεις
Widerwillig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απρόθυμος, διστακτικός, απρόθυμα, διστακτικά, απροθυμία, δισταγμό, με δισταγμό