Wirtschaftlich στα ελληνικά
Μετάφραση: wirtschaftlich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικονομικός, αποτελεσματικός, επικερδής, αποδοτικός, οικονομικά, οικονομική, από οικονομική, οικονομικώς, οικονομικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anrempelnd στα ελληνικά - συνωστίζονται, jostling, συνώθηση, σπρωξίματος, σπρωξιές κ
- branden στα ελληνικά - κύμα, ξεχύνομαι, αύξηση, απότομη αύξηση, υπερχείλισης, κύματος
- brustamputation στα ελληνικά - μαστεκτομή, από μαστεκτομή, Μαστεκτομής, τη μαστεκτομή, η μαστεκτομή
- destillate στα ελληνικά - αποστάγματα, αποσταγμάτων, απόσταξης, προϊόντα απόσταξης, αποσταγμένα αρωματικά νερά
Τυχαίες λέξεις
Wirtschaftlich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικονομικός, αποτελεσματικός, επικερδής, αποδοτικός, οικονομικά, οικονομική, από οικονομική, οικονομικώς, οικονομικής
Μεταφράσεις: οικονομικός, αποτελεσματικός, επικερδής, αποδοτικός, οικονομικά, οικονομική, από οικονομική, οικονομικώς, οικονομικής