Witz στα ελληνικά
Μετάφραση: witz, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στριγκλίζω, φιμώνω, όργιο, σκέρτσο, πληθώρα, ψυχοσύνθεση, κραυγάζω, κραυγή, πνεύμα, εγκέφαλος, ταραχή, εξυπνάδα, γελώ, νοοτροπία, ευφυολόγημα, αστείο, ανέκδοτο, αστείου, αστεία, το αστείο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- altern στα ελληνικά - γήρανση, ώριμος, μεστός, ηλικία, μεστώνω, ωριμάζω, εποχή, ...
- bezahlte στα ελληνικά - καταβάλλεται, που καταβάλλονται, καταβάλλονται, καταβληθεί, καταβλήθηκε
- diakonisse στα ελληνικά - Deaconess, Ντεκόνες, Διακόνισσας, ΔΙΑΚΟΝΟΣ, διακόνισσα
- doppelkinn στα ελληνικά - διπλοσάγονο, διπλό πηγούνι, το διπλοσάγονο, προγούλι, διπλοσάγονου
Τυχαίες λέξεις
Witz στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στριγκλίζω, φιμώνω, όργιο, σκέρτσο, πληθώρα, ψυχοσύνθεση, κραυγάζω, κραυγή, πνεύμα, εγκέφαλος, ταραχή, εξυπνάδα, γελώ, νοοτροπία, ευφυολόγημα, αστείο, ανέκδοτο, αστείου, αστεία, το αστείο
Μεταφράσεις: στριγκλίζω, φιμώνω, όργιο, σκέρτσο, πληθώρα, ψυχοσύνθεση, κραυγάζω, κραυγή, πνεύμα, εγκέφαλος, ταραχή, εξυπνάδα, γελώ, νοοτροπία, ευφυολόγημα, αστείο, ανέκδοτο, αστείου, αστεία, το αστείο