Wohl στα ελληνικά

Μετάφραση: wohl, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλά, πηγάδι, αναβλύζω, λοιπόν, πιθανώς, πιθανότατα, ίσως, πιθανόν, μάλλον
Wohl στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abluftstutzen στα ελληνικά - τρύπα, διέξοδος, εξάτμισης, εξαγωγής, καυσαερίων, εξάτμιση, εξατμίσεως
  • anrempelnd στα ελληνικά - συνωστίζονται, jostling, συνώθηση, σπρωξίματος, σπρωξιές κ
  • autsch στα ελληνικά - ωχ, ouch, Όου, όσους έχουν πρόβλημα, σε όσους έχουν πρόβλημα
  • blockaden στα ελληνικά - μπλόκα, αποκλεισμούς, αποκλεισμών, αποκλεισμοί, τους αποκλεισμούς
Τυχαίες λέξεις
Wohl στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλά, πηγάδι, αναβλύζω, λοιπόν, πιθανώς, πιθανότατα, ίσως, πιθανόν, μάλλον