Wundersam στα ελληνικά

Μετάφραση: wundersam, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θαυμαστός, θαυματουργός, θαυματουργή, θαυματουργό, θαυματουργές, θαυμαστή
Wundersam στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abgedankt στα ελληνικά - παραιτήθηκε, παραιτήθηκε από, abdicated, παραίτησή, παραίτησή του
  • abzweigung στα ελληνικά - χέρι, μπράτσο, παρεκτροπή, όπλο, παρέκβαση, παρακεντώ, στροφή, ...
  • belohnend στα ελληνικά - αποδοτικός, επιβράβευση, ανταμοιβή, ανταμείβοντας, ικανοποιητική, επιβράβευσης
  • diamagnetisch στα ελληνικά - διαμαγνητικές, διαμαγνητικού, διαμαγνητικών, διαμαγνητικό, διαμαγνητικοΰ
Τυχαίες λέξεις
Wundersam στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θαυμαστός, θαυματουργός, θαυματουργή, θαυματουργό, θαυματουργές, θαυμαστή