Zeichnen στα ελληνικά
Μετάφραση: zeichnen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκιαγράφηση, ζωγραφίζω, τραβώ, ρυτίδα, ανιχνεύω, ίχνος, περιγράφω, επενδύω, υπόλειμμα, επισύρω, διατυπώνω, έλκω, σκιαγραφώ, παρατάσσω, ανακαλύπτω, γραμμή, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, επιστήσω την, επιστήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assembler στα ελληνικά - συνέλευση, ομήγυρη, συναρμολόγησης, συναρμολογητή, επιχείρηση συναρμολόγησης, συναρμολογητής
- aufgestiegen στα ελληνικά - ανέβηκε, αυξήθηκε, αυξήθηκαν, ανέβηκαν, ανήλθε
- aufhalten στα ελληνικά - κρατώ, καθυστερώ, κατακρατώ, εξακολουθώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, ...
- ballonfahrerin στα ελληνικά - αεροναύτης, balloonist
Τυχαίες λέξεις
Zeichnen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκιαγράφηση, ζωγραφίζω, τραβώ, ρυτίδα, ανιχνεύω, ίχνος, περιγράφω, επενδύω, υπόλειμμα, επισύρω, διατυπώνω, έλκω, σκιαγραφώ, παρατάσσω, ανακαλύπτω, γραμμή, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, επιστήσω την, επιστήσει
Μεταφράσεις: σκιαγράφηση, ζωγραφίζω, τραβώ, ρυτίδα, ανιχνεύω, ίχνος, περιγράφω, επενδύω, υπόλειμμα, επισύρω, διατυπώνω, έλκω, σκιαγραφώ, παρατάσσω, ανακαλύπτω, γραμμή, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, επιστήσω την, επιστήσει