Zurückhaltend στα ελληνικά
Μετάφραση: zurückhaltend, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διστακτικός, απρόθυμος, προσεκτικός, επιφυλακτικός, προσεκτικοί, προσεκτική, επιφυλακτική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anfällig στα ελληνικά - πρηνής, επιδεικτικός, εύθικτος, ευπαθής, επιδεκτικός, ευαίσθητος, ευπαθών, ...
- aufbringend στα ελληνικά - ανύψωση
- drapierung στα ελληνικά - σκέπασμα, στολισμός, draping, draping επιτροπές, σκέπασμα επίπλων
- durchaus στα ελληνικά - αρκετά, εντελώς, τελείως, απολύτως, πολύ, είναι αρκετά
Τυχαίες λέξεις
Zurückhaltend στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διστακτικός, απρόθυμος, προσεκτικός, επιφυλακτικός, προσεκτικοί, προσεκτική, επιφυλακτική
Μεταφράσεις: διστακτικός, απρόθυμος, προσεκτικός, επιφυλακτικός, προσεκτικοί, προσεκτική, επιφυλακτική