År στα ελληνικά
Μετάφραση: år, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έτος, χρονιά, χρόνος, έτους, χρόνο, περίοδο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ånde στα ελληνικά - ανάσα, αναπνέω, αναπνοή, αναπνοής, την αναπνοή, πνοή
- åndedræt στα ελληνικά - αναπνοή, αναπνοής, αναπνευστική, την αναπνοή, στην αναπνοή
- åre στα ελληνικά - κουπί, διπλοί, κουπιού, κουπιών, το κουπί
- århundrede στα ελληνικά - εκατονταετηρίδα, αιώνας, αιώνα, αι
Τυχαίες λέξεις
År στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έτος, χρονιά, χρόνος, έτους, χρόνο, περίοδο
Μεταφράσεις: έτος, χρονιά, χρόνος, έτους, χρόνο, περίοδο