Adel στα ελληνικά
Μετάφραση: adel, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αριστοκρατία, αρχοντιά, ευγένεια, ευγενείς, ευγενών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- addere στα ελληνικά - προσθέτω, αθροιστές, προσθέτες, προσθετών, αθροιστών, τους αθροιστές
- addition στα ελληνικά - πρόσθεση, Προσθήκη, Επιπλέον, Η προσθήκη, Εκτός
- adelsmand στα ελληνικά - αβρός, ευγενής, ευπατρίδης, ευγενή, άρχοντα, αριστοκράτη
- adfærd στα ελληνικά - φέρσιμο, διαγωγή, συμπεριφορά, διεξάγω, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, ...
Τυχαίες λέξεις
Adel στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αριστοκρατία, αρχοντιά, ευγένεια, ευγενείς, ευγενών
Μεταφράσεις: αριστοκρατία, αρχοντιά, ευγένεια, ευγενείς, ευγενών