Αριστοκρατία στα δανικά
Μετάφραση: αριστοκρατία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
aristokrati, adel, aristokratiet, adelen, aristokratiets
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αριστοκρατία
αριστοκρατία αριστοτέλησ, συγκλητική αριστοκρατία, αριστοκρατία του ξίφους, δημοκρατική αριστοκρατία, αριστοκρατία ολιγαρχία, αριστοκρατία λεξικό γλώσσας δανικά, αριστοκρατία στα δανικά
Μεταφράσεις
- αριστερός στα δανικά - havn, venstre, forlod, til venstre, forladt, efterladt
- αριστοκράτης στα δανικά - aristokrat, Aristocrat, aristokraten, af Aristocrat
- αριστοκρατικός στα δανικά - luksusferiested, smarte, swanky, flotte
- αρκετά στα δανικά - ganske, meget, særlig, nok, nok til, tilstrækkelig, tilstrækkeligt
Τυχαίες λέξεις
Αριστοκρατία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: aristokrati, adel, aristokratiet, adelen, aristokratiets
Μεταφράσεις: aristokrati, adel, aristokratiet, adelen, aristokratiets