Aktiv στα ελληνικά

Μετάφραση: aktiv, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
Aktiv στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aksiom στα ελληνικά - αξίωμα, το αξίωμα, αξιώματος, αξίωμα του, αξιωμάτων
  • aktion στα ελληνικά - διάβημα, δράση, επενέργεια, αγωγή, δράσης, δράσης για, ενέργεια, ...
  • akupunktur στα ελληνικά - βελονισμός, Ο βελονισμός, βελονισμού, το βελονισμό, βελονισμό
  • akustik στα ελληνικά - ακουστική, ακουστικής, την ακουστική, ακουστική του, της ακουστικής
Τυχαίες λέξεις
Aktiv στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών