Λέξη: παραγραφή

Σχετικές λέξεις: παραγραφή

παραγραφή εν επιδικία, παραγραφή πλημμελημάτων 2012, παραγραφή ποινών, παραγραφή αξιώσεων, παραγραφή πταισμάτων, παραγραφή αξιώσεων κατά του δημοσίου, παραγραφή αξιοποίνου, παραγραφή αδικημάτων, παραγραφή αξιώσεων ικα, παραγραφή πολιτικής αγωγής

Συνώνυμα: παραγραφή

μεσολάβηση, πταίσμα, ολίσθημα, πάροδος χρόνου

Μεταφράσεις: παραγραφή

παραγραφή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
prescription, lapse, statute of limitations, limitation, limitation period

παραγραφή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fórmula, receta, prescripción, lapso, lapso de, lapse, intervalo

παραγραφή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verjährung, vorschrift, rezept, verordnung, Ablauf, verfallen, Erlöschen, Zeitraffer, lapse

παραγραφή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ordonnance, règle, instruction, recette, règlement, prescription, précepte, lapse, laps, faute, défaillance, déchéance

παραγραφή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prescrizione, ricetta, lasso, periodo, intervallo, lasso di, errore

παραγραφή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prescrição, receitar, receita, fórmula, prescrever, lapso, lapso de, caducidade, lapse, decurso

παραγραφή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorschrift, recept, verloop, verlopen, lapse, vervallen, verstrijken

παραγραφή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
давность, приписывание, предписание, назначение, предназначение, предначертание, предписывание, рекомендация, рецепт, установка, промежуток, упущение, ошибка, истечение, ляпсус

παραγραφή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
resept, lapse, forfalle, bortfall, intervall, bortfaller

παραγραφή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
recept, ordination, bestämmelse, lapse, TIDRYMD, förfaller, förflutit, förlopp

παραγραφή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ohje, määrääminen, määräys, resepti, raueta, raukeavat, raukeaa, lapse, peruuntuvat

παραγραφή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
recept, bortfalder, bortfald, lapse, forældelse

παραγραφή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
předpis, recept, nařízení, chyba, promlčení, poklesek, lapse

παραγραφή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedawnienie, recepta, nakazowy, przepis, upływ, pomyłka, wygaśnięcia, lapse

παραγραφή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
múlás, lapse, eltelt

παραγραφή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
reçete, kaçma, sapma, lapse, atlamalı, hızlandırılmış

παραγραφή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наказ, розпорядження, проміжок, період

παραγραφή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gabim, interval, shthurem, shkas, gaboj

παραγραφή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пропуск, изтича, отпадане, грешка, отпадане на

παραγραφή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прамежак

παραγραφή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
retseptiga, aegumine, vääratus, möödumine, kehtivuse lõppemise, aegumise korral

παραγραφή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
propis, nalog, pravilo, odredba, recept, propust, greška, lapse, pasti, gubitak

παραγραφή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mistök, fellur niður, líður, falla niður, tímamörk

παραγραφή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
receptas, laiko tarpas, nustotų galioti, tarpas, nustos galioti, nustoja galioti

παραγραφή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
recepte, kļūda, zust, zaudē spēku, polises apturēšanas, zaudētu spēku

παραγραφή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
застаруваат, лапсус, пропаѓаат, застареност, прекин

παραγραφή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reţetă, interval, lapse, perioadă, interval de, devin caduce

παραγραφή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
recept, lapse, spodrsljaj, zamik, primeru razveljavitve, prenehali veljati

παραγραφή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
recept, chyba, chyby, chybu

Στατιστικά δημοτικότητας: παραγραφή

Τυχαίες λέξεις