Ενεργός στα δανικά

Μετάφραση: ενεργός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
virksom, aktiv, aktive, aktivt
Ενεργός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενεργός

ενεργός γήρανση, ενεργός τιμή τάσης, ενεργός πολίτης, ενεργός πολίτης ορισμός, ενεργός τάση, ενεργός λεξικό γλώσσας δανικά, ενεργός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ενεργοποίηση στα δανικά - aktivering, aktiveringen, aktivering af, aktiveringskode
  • ενεργοποιώ στα δανικά - energi, energize, aktivere, energi til, give energi
  • ενημέρωση στα δανικά - opdatering, ajourføring, ajourføringen, ajourføre, opdateringen
  • ενθάρρυνση στα δανικά - opmuntring, tilskyndelse, fremme, tilskynde, tilskyndelse til
Τυχαίες λέξεις
Ενεργός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: virksom, aktiv, aktive, aktivt