Anstalt στα ελληνικά

Μετάφραση: anstalt, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ίδρυμα, θεσμός, ίδρυση, μέτρα, μέτρων, τα μέτρα, μέτρα που, μέτρα για
Anstalt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ansigt στα ελληνικά - κύρος, πρόσωπο, αντιμετωπίζω, αντικρίζω, προσώπου, πρόσωπό, όψη, ...
  • ansjos στα ελληνικά - γαύρος, γαύρου, γαύρο, τον γαύρο, το γαύρο
  • anstrengelse στα ελληνικά - πασχίζω, εκδικάζω, προσπαθώ, απόπειρα, προσπάθεια, δοκιμάζω, άσκηση, ...
  • ansvarlig στα ελληνικά - υπεύθυνος, αρμόδιος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, υπεύθυνοι, υπεύθυνες
Τυχαίες λέξεις
Anstalt στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ίδρυμα, θεσμός, ίδρυση, μέτρα, μέτρων, τα μέτρα, μέτρα που, μέτρα για