Λέξη: έκλυτος

Σχετικές λέξεις: έκλυτος

έκλυτος βίος ορισμός, έκλυτος βίος, έκλυτος ορισμός, έκλυτος ετυμολογια, έκλυτος λεξικο, έκλυτοσ συνώνυμα

Συνώνυμα: έκλυτος

άσωτος, κομψός, ακόλαστος, γερτός, λοξός, εγκαταλελλειμένος, εγκαταλειμμένος

Μεταφράσεις: έκλυτος

έκλυτος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dissolute, rakish, rake

έκλυτος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disoluto, libertino, rakish, desenfadado, libertina, del rakish

έκλυτος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
liederlich, verwegen, schnittig, rakish, schnittigen, verwegenen

έκλυτος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
licencieux, dissolu, débauché, paillard, libertin, élancé, élancée, désinvolte

έκλυτος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dissoluto, libertino, rakish, sbarazzino, slanciato, slanciata

έκλυτος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
libertino, dissoluto, devasso, jovial, rakish

έκλυτος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
liederlijk, losbandig, rakish, losbandige, zwierige

έκλυτος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разгульный, развратный, беспутный, распутный, распущенный, лихой, ухарский

έκλυτος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rakish

έκλυτος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rakish

έκλυτος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
irstas, hurjasteleva, rietas, kevytmielinen, rempseä, rakish, rento, elosteleva

έκλυτος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rakish, udsvævende

έκλυτος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prostopášný, nevázaný, nemravný, nezřízený, zhýralý, hejskovský, zpustlý

έκλυτος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozpustny, zawadiacki, hulaszczy, chwacki, dziarski

έκλυτος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kicsapongó, hetyke

έκλυτος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ahlaksız, şık, rakish, hovardaca, hovarda, direkleri arkaya doğru yatık

έκλυτος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розпутний, лихий, відважний, хвацький, хвацька, лихої

έκλυτος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skiç, e derdhur, mënjanë

έκλυτος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
екстравагантен, разпуснат, спретнат, стегнат, елегантен

έκλυτος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хвацкі, ліхі, хвацкай, заўзяты, рэзкай

έκλυτος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kombelõtv, paheline, tore, elumehelik, Lahe, Rempseä, Elosteleva

έκλυτος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razuzdan, nagnut, raspušten, poletan, razvratan, raskalašan

έκλυτος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rakish

έκλυτος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Zawadiacki, Ātrbraucējs, Chwacki, Trakulīgs, Švītīgs

έκλυτος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izvirtis, trakulīgs, švītīgs, ātrbraucējs

έκλυτος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
развратен

έκλυτος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zvelt, libertin, îndrăzneț, desfrânat

έκλυτος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rakish, Raspušten

έκλυτος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zhýralý, nemravný, zhýralej
Τυχαίες λέξεις