Begivenhed στα ελληνικά

Μετάφραση: begivenhed, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άθλημα, συμβάν, γεγονός, περιστατικό, περίπτωση, εκδήλωση, περιπτώσει
Begivenhed στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • begavet στα ελληνικά - έξυπνος, ταλαντούχος, προικισμένος, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους
  • begejstring στα ελληνικά - ενθουσιασμός, ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό, ενθουσιασμού, ο ενθουσιασμός
  • begrave στα ελληνικά - θάβω, θάψει, θάψουν, θάβουν, θάψουμε
  • begravelse στα ελληνικά - ταφή, κηδεία, κηδείας, την κηδεία, κηδεία του, κηδειών
Τυχαίες λέξεις
Begivenhed στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άθλημα, συμβάν, γεγονός, περιστατικό, περίπτωση, εκδήλωση, περιπτώσει