Άθλημα στα δανικά
Μετάφραση: άθλημα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tildragelse, begivenhed, sport, idræt, sporten, sportens
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άθλημα
άθλημα ορισμός, άθλημα ποδηλασίας, παραπέντε άθλημα, άθλημα τένις, άθλημα ετυμολογία, άθλημα λεξικό γλώσσας δανικά, άθλημα στα δανικά
Μεταφράσεις
- άθελα στα δανικά - uforvarende, ubevidst, uden at vide, uafvidende, uden at vide det
- άθεος στα δανικά - gudløse, gudløs, gudløst, ugudelige, ugudelig
- άθλιος στα δανικά - fattig, bedrøvet, dårlig, elendig, elendige, Midtbane elendig, Gennemsnit for midtbane elendig, ...
- άκαμπτος στα δανικά - stiv, stive, stift, fast, faste
Τυχαίες λέξεις
Άθλημα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tildragelse, begivenhed, sport, idræt, sporten, sportens
Μεταφράσεις: tildragelse, begivenhed, sport, idræt, sporten, sportens