Besøge στα ελληνικά

Μετάφραση: besøge, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισκέπτομαι, επίσκεψη, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
Besøge στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • besættelse στα ελληνικά - επάγγελμα, κατοχή, κατάληψη, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
  • besøg στα ελληνικά - επίσκεψη, επισκέπτομαι, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
  • besøgende στα ελληνικά - επισκέπτης, επισκέπτες, επισκεπτών, οι επισκέπτες, τους επισκέπτες, φιλοξενούμενους
  • betale στα ελληνικά - πληρώνω, πληρωμή, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
Τυχαίες λέξεις
Besøge στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισκέπτομαι, επίσκεψη, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη