Λέξη: πλήξη

Σχετικές λέξεις: πλήξη

προκάρδια πλήξη, πλήξη συνώνυμα, πληξη συνώνυμο, πλήξη λεξικο, άγονη πλήξη, πλήξη ορισμός, πλήξη στη σχέση, πλήξη σημασία, η πλήξη, πλήξη στο γάμο

Συνώνυμα: πλήξη

ανία, κρούση, σύγκρουση, τίναγμα, κτύπημα

Μεταφράσεις: πλήξη

πλήξη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tedium, ennui, boredom, of boredom, bored

πλήξη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aburrimiento, tedio, hastío, ennui, fastidio

πλήξη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
langeweile, Langeweile, ennui, Langweile, die Langeweile, der Langeweile

πλήξη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ennui, lassitude, l'ennui, d'ennui, ennuis

πλήξη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
noia, ennui, tedio, la noia, di noia

πλήξη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tédio, enfado, ennui, aborrecimento, o tédio

πλήξη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verveling, ennui, lusteloosheid

πλήξη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тошнота, скука, дурнота, нудность, утомительность, тоска, скуку

πλήξη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ennui, holdning som preger

πλήξη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ennui, tristess, ledan, tråkigheten

πλήξη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ikävystyminen, ennui, ikävä

πλήξη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kedsomhed, livslede, ennui, Kjedsomhed

πλήξη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
únava, nuda

πλήξη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nudność, nuda, wstręt, ennui

πλήξη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
unalom, közöny

πλήξη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
can sıkıntısı, ennui, bıkkınlık

πλήξη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нудота, нудьга, скука

πλήξη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mërzi

πλήξη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скука, досада, скуката, отегчение, досадата

πλήξη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нуда, скука, нудота, сум, смутак

πλήξη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tüdimus, väsimus, Ikävystyminen

πλήξη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dosada, čama

πλήξη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lífsleiðan

πλήξη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuobodulys, nuobodumas, nuobodis, Apnikums, Nuda

πλήξη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
garlaicība, apnikums

πλήξη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
досада, апатија

πλήξη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
plictiseală, ennui, plictiseala, plictiselii, plictisul

πλήξη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Časa

πλήξη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nuda, nudné
Τυχαίες λέξεις