Bindeord στα ελληνικά
Μετάφραση: bindeord, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύνδεσμος, σύνδεσμοι, συνδέσμων, συζεύξεις, συνόδους, συζεύξεων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- binde στα ελληνικά - συνδέω, κατατάσσομαι, γραβάτα, ενώνω, δένω, συνενώνω, ισοπαλία, ...
- bindemiddel στα ελληνικά - κόλλα, συνδετικό, συνδετικό υλικό, συνδετικού υλικού, συνδετικό μέσο, δέσιμο φύλλων
- biofysik στα ελληνικά - βιοφυσική, Βιοφυσικής, της βιοφυσικής, έννοιες βιοφυσικής, Biophysics
- biograf στα ελληνικά - κινηματογραφικός, κινηματογράφος, σινεμά, κινηματογράφου, κινηματογράφο, cinema
Τυχαίες λέξεις
Bindeord στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύνδεσμος, σύνδεσμοι, συνδέσμων, συζεύξεις, συνόδους, συζεύξεων
Μεταφράσεις: σύνδεσμος, σύνδεσμοι, συνδέσμων, συζεύξεις, συνόδους, συζεύξεων